- κεχαρισμένος
- χαρίζομαιsayperf part mp masc nom sgχαρίζωsayperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обрадованьнъ — (1*) пр. То же. что обрадованыи во 2 знач.: мнѣ же ѡц҃у твоему будеши ѡбрадованенъ во всемъ житьи твое(м) и всѣмъ чл҃вкмъ. честен же и похваленъ. (ἔσῃ κεχαρισμένος) ЖВИ XIV–XV, 93г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
STELLIO — Hebr. schemamith. Proverb. c. 30. v. 28. Graece καλαβώτης, et ἀσκαλαβώτης, ad verbum ἀςτερίας, quod notis quibusdam, velut stellis, variatus, e lacertarum genere, pusillum animal et valde sollers est, in muscis praesertim et araneis venandis.… … Hofmann J. Lexicon universale
κατακεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεχαρισμένως (< κεχαρισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. χαρίζομαι)] … Dictionary of Greek
κεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με αρεστό, με προσφιλή τρόπο, με χαρά «κεχαρισμένως σοι τήνδε τήν πομπή ν ἐμὲ πέμψαντα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κεχαρισμένος τού χαρίζομαι «φέρομαι ευνοϊκά σε κάποιον, κάνω χάρη σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
χαρίζομαι — ΝΜΑ [χάρις] 1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.) 2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ ἀντία… … Dictionary of Greek
ՇՆՈՐՀԱԼԻՑ — ( ) NBH 2 0482 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. χαριτωθείς, κεχαριτομένος, κεχαρισμένος, νη, ἑπιχαρίτος , χάριες, χαριέστερος, εὕχαρις gratiosus, gratia plenus, na, gratior et suavior,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)